κυδίον' — κυδί̱ονα , κυδίων most honoured neut nom/voc/acc comp pl κυδί̱ονα , κυδίων most honoured masc/fem acc comp sg κυδί̱ονι , κυδίων most honoured dat comp sg κυδί̱ονε , κυδίων most honoured nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδιον — κύδῑον , κυδίων most honoured masc/fem voc comp sg κύδῑον , κυδίων most honoured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek